αξιοπερίεργος

αξιοπερίεργος
-η, -ο
αυτός που κινεί την περιέργεια, παράδοξος: Η συμπεριφορά του φίλου μας τους τελευταίους μήνες είναι αξιοπερίεργη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζάλευκος — (7ος αι. π.Χ.). Νομοθέτης των Επιζεφυρίων Λοκρών της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με τον Πυθαγόρα, τον Λυκούργο και τον Χαρώνδα. Άλλοι θεωρούν ότι ήταν ο συγγραφέας της παλαιότερης γραπτής ελληνικής νομοθεσίας, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”